kurz·le·big [ˈkʊrtsle:bɪç] ΕΠΊΘ
1. kurzlebig (nicht lange lebend):
2. kurzlebig ΜΌΔΑ (nur vorübergehend modisch):
3. kurzlebig ΟΙΚΟΝ (nicht lange haltbar):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.