στο λεξικό PONS
Bei·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
2. Beilage (das Beilegen):
3. Beilage:
- Beilage (Beiheft)
-
- Beilage (beigelegtes Werbematerial)
-
- eingeklebte Beilage ΤΥΠΟΓΡ
-
- eingeklebte Beilage ΤΥΠΟΓΡ
-
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.