Bei·le·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Beilegung ΝΟΜ (Schlichtung):
- Beilegung
-
2. Beilegung kein πλ von Bedeutung, Gewicht, Wert:
- Beilegung
-
4. Beilegung ΝΑΥΣ:
- Beilegung
-
-
- Beilegung θηλ <-, -en>
-
- Beilegung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.