στο λεξικό PONS
Bör·sen·in·for·ma·ti·on ΟΥΣ θηλ
Bör·sen·in·dex <-(es), -e> ΟΥΣ αρσ
In·ter·net·nut·zer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ne·ben·in·ter·ve·ni·ent(in) [-ɪntɐveni̯ɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
In·ter·net·be·nut·zer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
firmenintern ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Internet-orientiert ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Internetnutzer(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) E-COMM
konzernintern ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Internet-Bankenzahlungsverkehr ΟΥΣ αρσ E-COMM
Internetbrokerage ΟΥΣ ουδ E-COMM
Internetzugang ΟΥΣ αρσ IT
Internetaktivität ΟΥΣ θηλ E-COMM
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.