Ver·däch·ti·ge(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
I. ver·däch·tig [fɛɐ̯ˈdɛçtɪç] ΕΠΊΘ
1. verdächtig ΝΟΜ (suspekt):
2. verdächtig (Argwohn erregend):
II. ver·däch·tig [fɛɐ̯ˈdɛçtɪç] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.