Tor·frau <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Torfrau θηλυκός τύπος: Tormann
Tor·mann <-(e)s, -männer [o. -leute]; -, -en> ΟΥΣ αρσ
Tor·mann <-(e)s, -männer [o. -leute]; -, -en> ΟΥΣ αρσ
Tor·hü·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Torhüter → Torwart
Tor·wart(in) <-s, -e> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Torwart(in)
-
Tor·wart(in) <-s, -e> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Torwart(in)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.