Renn·fah·rer(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Rennfahrer (Autorennen):
- Rennfahrer(in)
-
- Rennfahrer(in)
-
2. Rennfahrer (Radrennen):
- Rennfahrer(in)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.