στο λεξικό PONS
Nach·fol·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Nachfolger(in)
-
Nach·fol·ge·kan·di·dat(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Nach·fol·ge·tä·ter(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Rechts·nach·fol·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Rechtsnachfolger(in)
-
Wunsch·nach·fol·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Wunschnachfolger(in)
-
Be·sitz·nach·fol·ger(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Nach·fol·ge·tref·fen <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Nach·fol·ge·staa·ten ΟΥΣ πλ ΠΟΛΙΤ
Nach·fol·ge·haf·tung ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Nachfolger(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
- Nachfolger(in)
-
Nachfolgesystem ΟΥΣ ουδ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Nachfolgefrage ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Nachfolgeregelung ΟΥΣ θηλ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Nachfolgeobjekt ΟΥΣ ουδ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Steuerbehörde ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Kontrollbehörde ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Währungsbehörde ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Aufsichtsbehörde ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
Finanzbehörde ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.