στο λεξικό PONS
min·der·jäh·rig [ˈmɪndɐjɛ:rɪç] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Minderjähriger ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- minor (natürliche Person, die das 18. Lebensjahr noch nicht erreicht hat)
- Minderjähriger αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.