στο λεξικό PONS
Mün·che·ner [ˈmʏnçənɐ], Münch·ner [ˈmʏnçnɐ] ΕΠΊΘ προσδιορ
Mün·che·ner [ˈmʏnçənɐ], Münch·ner [ˈmʏnçnɐ] ΕΠΊΘ προσδιορ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- mumifizieren
- Mumifizierung
- Mumm
- Mummelgreis
- mummeln
- Münchener Münchner
- Münchhausen
- Münchner
- Münchner Bier
- Mund
- Mundart