

I. leib·haf·tig [laipˈhaftɪç] ΕΠΊΘ
1. leibhaftig (echt):
2. leibhaftig (verkörpert):
-
- ... personified
II. leib·haf·tig [laipˈhaftɪç] ΕΠΊΡΡ
- der [leibhaftige] Gottseibeiuns
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.