στο λεξικό PONS
Lun·gen·schne·cke <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΖΩΟΛ
Steg·span·gen·schuh ΟΥΣ αρσ
Span·gen·schuh <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Er·run·gen·schaft <-, -en> [ɛɐ̯ˈrʊŋənʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Errungenschaft (bedeutender Erfolg):
2. Errungenschaft χιουμ οικ (Anschaffung):
Kos·ten·schuld·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Grenz·nut·zen·schu·le ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΛ
Je·su·i·ten·schu·le ΟΥΣ θηλ
Kna·ben·schu·le ΟΥΣ θηλ παρωχ τυπικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Errungenschaft ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Errungenschaft ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Rentenschuld ΟΥΣ θηλ ΑΚΊΝ
Gebührenschuldner ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.