στο λεξικό PONS
Wahl·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Ur·kun·den·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Ver·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Verfälschung (das Verfälschen):
2. Verfälschung (Qualitätsminderung):
Scheck·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Bi·lanz·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Blan·kett·fäl·schung ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Fäl·schungs·si·cher·heit ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
fäl·schungs·si·cher ΕΠΊΘ
Ge·schichts·fäl·schung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.