στο λεξικό PONS
Geld·ge·schäft <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
- Geldgeschäft
-
-
- Geldgeschäft ουδ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Geldgeschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Geldgeschäft (Geldmarkt, Geldhandel)
-
- Geldgeschäft (Geldmarkt, Geldhandel)
-
Geldgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
- Geldgeschäft (Transaktion)
-
durch Wertpapiere unterlegtes Geldgeschäft phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Geldgeschäft ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.