Knö·chel·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
- Knöchelbruch (Fußknöchelbruch)
-
I. knö·chel·tief ΕΠΊΘ
II. knö·chel·tief ΕΠΊΡΡ
Schä·del·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
Sie·gel·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Schen·kel·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
Wir·bel·bruch <-(e)s, -brüche> ΟΥΣ αρσ
Fin·ger·knö·chel <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Knö·chel·so·cke <-, -n> ΟΥΣ θηλ
knö·chel·lang ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.