στο λεξικό PONS
 
  
 Call <-s, -s> [ko:l] ΟΥΣ αρσ o ουδ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-  Call
-  call
Automatic Call Distribution [ɔ:təmætɪkˈkɔ:ldɪstrɪbju:ʃən] ΟΥΣ θηλ ΤΗΛ
-  Automatic Call Distribution
-  automatic call distribution
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Call ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  Call (Kaufoption)
-  call
Call-Optionsschein ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  Call-Optionsschein
-  call warrant
Short Call ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  Short Call (verkaufte Kaufoption)
-  short call
Margin Call ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  
-  margin call
Long Call ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Call-Optionspreis ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  Call-Optionspreis
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
 
  
 