στο λεξικό PONS
Ver·sor·gungs·eng·pass <-es, -pässe> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Li·qui·di·täts·eng·pass <-es, -pässe> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Eng·pass·ma·te·ri·al <-s, -ien> ΟΥΣ ουδ
Eng·pass·fak·tor <-s, -en> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Ka·pa·zi·täts·eng·pass <-es, -pässe> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
An·ge·bots·eng·pass ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Personalengpass ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kapazitätsengpass ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Engpassressource ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Liquiditätsengpass ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
