I. lourd(e) [luʀ, luʀd] ΕΠΊΘ
2. lourd (pesant):
3. lourd a. πρόθεμα (oppressant):
4. lourd a. πρόθεμα (important):
5. lourd a. πρόθεμα (pénible):
6. lourd (chargé):
7. lourd (gauche):
8. lourd (↔ fin, délicat):
12. lourd (avec un équipement important):
II. lourd(e) [luʀ, luʀd] ΕΠΊΡΡ
III. lourd(e) [luʀ, luʀd] ΟΥΣ αρσ πλ ΑΘΛ
- les lourds
-
- catégorie lourds
- Schwergewicht ουδ
mi-lourd <mi-lourds> [miluʀ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.