chef-d'œuvre <chefs-d'œuvre> [ʃɛdœvʀ] ΟΥΣ αρσ
- chef-d'œuvre
- Meisterwerk ουδ
hors-d'œuvre [ˊɔʀdœvʀ] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
- hors-d'œuvre
- Horsd'œuvre ουδ
main-d'œuvre <mains-d'œuvre> [mɛ͂dœvʀ] ΟΥΣ θηλ
1. main-d'oeuvre (ensemble des ouvriers, salariés):
2. main-d'oeuvre (travail):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.U.S.T.
- D.G.S.E.
- D.J.
- D.Jane
- D.P.E.
- d'œuvre
- da
- DAB
- daba
- dabiste
- dacquois e