Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. renommé (renommée) [ʀənɔme] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
renommé → renommer
II. renommé (renommée) [ʀənɔme] ΕΠΊΘ
III. renommée ΟΥΣ θηλ
1. renommée (réputation):
2. renommée (célébrité):
IV. renommé (renommée) [ʀənɔme]
- acknowledged writer, artist
- renommé, reconnu
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.