Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. nerv|eux (nerveuse) [nɛʀvø, øz] ΙΑΤΡ ΕΠΊΘ
1. nerveux (agité):
2. nerveux (de nature émotive):
3. nerveux (vigoureux):
4. nerveux (énergique):
5. nerveux:
στο λεξικό PONS
I. nerveux (-euse) [nɛʀvø, -øz] ΕΠΊΘ
I. nerveux (-euse) [nɛʀvø, -øz] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.