Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
touchy [βρετ ˈtʌtʃi, αμερικ ˈtətʃi] ΕΠΊΘ
1. touchy (edgy):
- touchy person
- susceptible (about sur la question de)
2. touchy (difficult):
- touchy subject, issue
-
-
- touchy (sur about)
-
- touchy
στο λεξικό PONS
touchy <-ier, -iest> [ˈtʌtʃi] ΕΠΊΘ οικ
- touchy person
-
touchy <-ier, -iest> [ˈtʌtʃ·i] ΕΠΊΘ οικ
- touchy person
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.