Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. impatient (impatiente) [ɛ̃pasjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- impatient (impatiente)
- impatient
II. impatient (impatiente) [ɛ̃pasjɑ̃, ɑ̃t] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. impatiente ΟΥΣ θηλ
impatiente θηλ ΒΟΤ:
- impatient person
- impatient
-
- impatient (to do de faire)
- impatience for sth
-
- eager anticipation
- impatient
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.