Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cravaté (cravatée) [kʀavate] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
cravaté → cravater
II. cravaté (cravatée) [kʀavate] ΕΠΊΘ (portant une cravate)
cravater [kʀavate] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cravater οικ:
cravate [kʀavat] ΟΥΣ θηλ
micro-cravate <πλ micros-cravates> [mikʀokʀavat] ΟΥΣ αρσ
cravater [kʀavate] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cravater οικ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.