Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. complice [kɔ̃plis] ΕΠΊΘ
II. complice [kɔ̃plis] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. complice (comparse):
2. complice χιουμ:
- complice (d'activité professionnelle, de réalisation)
-
-
- complice (in de)
-
- complice αρσ θηλ (in, to de)
-
- complice αρσ θηλ
-
- complice αρσ θηλ d'adultère
-
- complice αρσ θηλ (to de)
-
- complice αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.