Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
complément [kɔ̃plemɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. complément (allocation):
- complément
-
3. complément (alimentaire, de programme, travail, financement):
4. complément (compagnon):
- complément
- complement (de to)
- complément naturel
-
5. complément ΓΛΩΣΣ:
6. complément ΜΑΘ:
- complément déterminatif
-
στο λεξικό PONS
-
- complément αρσ
-
- complément αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.