Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. électronique [elɛktʀɔnik] ΕΠΊΘ
1. électronique ΗΛΕΚΤΡΟΝ:
- électronique circuit, composant
-
2. électronique ΦΥΣ:
- électronique microscope, télescope
-
II. électronique [elɛktʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
-
- electronics + ρήμα ενικ
στο λεξικό PONS
I. électronique [elɛktʀɔnik] ΕΠΊΘ
II. électronique [elɛktʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
-
- electronics + ρήμα ενικ
I. électronique [elɛktʀɔnik] ΕΠΊΘ
II. électronique [elɛktʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
-
- electronics + ρήμα ενικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.