στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
mugging [βρετ ˈmʌɡɪŋ, αμερικ ˈməɡɪŋ] ΟΥΣ
1. mugging (attack):
- mugging
-
2. mugging U (crime):
- mugging
- aggressioni θηλ πλ
I. mug1 [βρετ mʌɡ, αμερικ məɡ] ΟΥΣ
1. mug:
2. mug (contents):
4. mug βρετ (fool):
5. mug αμερικ (photo) → mugshot
II. mug1 <forma in -ing mugging, παρελθ, μετ παρακειμ mugged> [βρετ mʌɡ, αμερικ məɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
III. mug1 <forma in -ing mugging, παρελθ, μετ παρακειμ mugged> [βρετ mʌɡ, αμερικ məɡ] ΡΉΜΑ αμετάβ αμερικ
I. mug2 <forma in -ing mugging, παρελθ, μετ παρακειμ mugged> [βρετ mʌɡ, αμερικ məɡ] ΡΉΜΑ αμετάβ βρετ οικ
II. mug2 <forma in -ing mugging, παρελθ, μετ παρακειμ mugged> [βρετ mʌɡ, αμερικ məɡ] ΡΉΜΑ μεταβ βρετ οικ
mug → mug up
tooth mug [βρετ ˈtʊːθmʌɡ] ΟΥΣ
tooth mug → toothglass
toothglass [βρετ ˈtuːθɡlɑːs] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
mugging [ˈmʌ·gɪŋ] ΟΥΣ
- mugging
-
| I | mug |
|---|---|
| you | mug |
| he/she/it | mugs |
| we | mug |
| you | mug |
| they | mug |
| I | mugged |
|---|---|
| you | mugged |
| he/she/it | mugged |
| we | mugged |
| you | mugged |
| they | mugged |
| I | have | mugged |
|---|---|---|
| you | have | mugged |
| he/she/it | has | mugged |
| we | have | mugged |
| you | have | mugged |
| they | have | mugged |
| I | had | mugged |
|---|---|---|
| you | had | mugged |
| he/she/it | had | mugged |
| we | had | mugged |
| you | had | mugged |
| they | had | mugged |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- muff
- muffin
- muffin top
- muffle
- muffled
- mugging
- muggins
- muggy
- mugho pine
- mugshot
- mug up