I. armato [arˈmato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
armato → armare
II. armato [arˈmato] ΕΠΊΘ
1. armato (munito di armi):
2. armato (dotato):
3. armato ΟΙΚΟΔ:
I. armare [arˈmare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.