στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. imperative [βρετ ɪmˈpɛrətɪv, αμερικ əmˈpɛrədɪv] ΕΠΊΘ
1. imperative:
2. imperative ΓΛΩΣΣ:
II. imperative [βρετ ɪmˈpɛrətɪv, αμερικ əmˈpɛrədɪv] ΟΥΣ
1. imperative (priority):
2. imperative ΓΛΩΣΣ:
categorical imperative [αμερικ ˈˌkædəˈɡɔrəkəl əmˈpɛrədɪv] ΟΥΣ ΦΙΛΟΣ
στο λεξικό PONS
I. imperative [ɪm·ˈpe·rə·tɪv] ΕΠΊΘ
1. imperative (urgently essential):
2. imperative ΓΛΩΣΣ:
II. imperative [ɪm·ˈpe·rə·tɪv] ΟΥΣ a. ΓΛΩΣΣ
-
- imperativo αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.