στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
consequential [βρετ kɒnsɪˈkwɛnʃ(ə)l, αμερικ ˌkɑnsəˈkwɛn(t)ʃəl] ΕΠΊΘ τυπικ
1. consequential (significant):
- consequential
-
3. consequential αρχαϊκ → consequent
consequent [βρετ ˈkɒnsɪkw(ə)nt, αμερικ ˈkɑnsəkwənt] ΕΠΊΘ
1. consequent (resulting):
στο λεξικό PONS
consequent [ˈkɑ:n·tsɪ·kwənt] ΕΠΊΘ, consequential [ˌkɑ:n·tsɪ·ˈkwen·tʃəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.