στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accidental [βρετ aksɪˈdɛnt(ə)l, αμερικ ˌæksəˈdɛn(t)l] ΕΠΊΘ
1. accidental (by accident):
- accidental death
-
3. accidental (incidental):
- accidental effect
-
- accidental effect
-
II. accidental [βρετ aksɪˈdɛnt(ə)l, αμερικ ˌæksəˈdɛn(t)l] ΟΥΣ ΜΟΥΣ
- accidental
- accidente αρσ
-
- accidental
-
- accidental
-
- accidental
-
- accidental
-
- accidental
-
- accidental
στο λεξικό PONS
accidental [ˌæk·sɪ·ˈden·təl] ΕΠΊΘ
1. accidental (unintentional):
- accidental
-
- accidental ΝΟΜ death
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.