Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. accidental [βρετ aksɪˈdɛnt(ə)l, αμερικ ˌæksəˈdɛn(t)l] ΟΥΣ ΜΟΥΣ
- accidental
- accident αρσ
II. accidental [βρετ aksɪˈdɛnt(ə)l, αμερικ ˌæksəˈdɛn(t)l] ΕΠΊΘ
1. accidental (by accident):
- accidental death
-
2. accidental (by chance):
- accidental meeting, mistake
-
3. accidental (incidental):
- accidental effect
-
στο λεξικό PONS
I. accidental [ˌæksɪˈdentl, αμερικ -t̬l] ΕΠΊΘ
- accidental
-
- accidental discovery
-
II. accidental [ˌæksɪˈdentl, αμερικ -t̬l] ΟΥΣ ΜΟΥΣ
- accidental
-
- accidentel(le)
- accidental
- accidentel(le)
- accidental
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- accidental discovery