Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
accidentel(le) [aksidɑ̃tɛl] ΕΠΊΘ
1. accidentel (dû à un accident):
- accidentel(le)
-
2. accidentel (dû au hasard):
- accidentel(le)
-
accidentel(le) [aksidɑ͂tɛl] ΕΠΊΘ
1. accidentel (dû à un accident):
- accidentel(le)
-
2. accidentel (dû au hasard):
- accidentel(le)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.