Oxford Spanish Dictionary
strove [αμερικ stroʊv, βρετ strəʊv] past strive
strive <παρελθ strove or strived, μετ παρακειμ striven [ˈstrɪvən]> [αμερικ straɪv, βρετ strʌɪv] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. strive (try hard):
strive <παρελθ strove or strived, μετ παρακειμ striven [ˈstrɪvən]> [αμερικ straɪv, βρετ strʌɪv] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. strive (try hard):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.