Oxford Spanish Dictionary
outlet [αμερικ ˈaʊtˌlɛt, βρετ ˈaʊtlɛt] ΟΥΣ
1.1. outlet (for liquid, gas):
1.2. outlet αμερικ ΗΛΕΚ:
- outlet
-
2. outlet (means of expression):
στο λεξικό PONS
-
- outlet
-
- outlet
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.