Oxford Spanish Dictionary
enemy <pl enemies> [αμερικ ˈɛnəmi, βρετ ˈɛnəmi] ΟΥΣ
1. enemy (adversary):
I. mortal [αμερικ ˈmɔrdl, βρετ ˈmɔːt(ə)l] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.