Oxford Spanish Dictionary
history <pl histories> [αμερικ ˈhɪst(ə)ri, βρετ ˈhɪst(ə)ri] ΟΥΣ
1.1. history U (march of events):
1.2. history U (subject):
1.3. history C (book, account):
economic [αμερικ ˌɛkəˈnɑmɪk, ˌikəˈnɑmɪk, βρετ ˌiːkəˈnɒmɪk, ɛkəˈnɒmɪk] ΕΠΊΘ
1. economic development/growth/policy:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- e-commerce
- econometrician
- econometrics
- economic
- economical
- economic history
- economic migrant
- economics
- economist
- economize
- economy