Oxford Spanish Dictionary
chapter [αμερικ ˈtʃæptər, βρετ ˈtʃaptə] ΟΥΣ
1. chapter (of book):
I. social [αμερικ ˈsoʊʃəl, βρετ ˈsəʊʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. social (relating to human society):
1.2. social (relating to rank, status):
2.1. social (relating to social activity):
2.2. social (sociable):
στο λεξικό PONS
chapter [ˈtʃæptəʳ, αμερικ -tɚ] ΟΥΣ
3. chapter βρετ, αυστραλ τυπικ (series of disasters):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.