Oxford Spanish Dictionary
holy <holier holiest> [αμερικ ˈhoʊli, βρετ ˈhəʊli] ΕΠΊΘ
1. holy (sacred, sanctified):
scripture [αμερικ ˈskrɪptʃər, βρετ ˈskrɪptʃə] ΟΥΣ U or C
1. scripture ΘΡΗΣΚ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Holy Father
- Holy Ghost
- holy grail
- Holy Joe
- Holy Land
- Holy Scripture
- Holy See
- Holy Spirit
- Holy Week
- Holy Writ
- homage