Oxford Spanish Dictionary
sagrado (sagrada) ΕΠΊΘ
1. sagrado ΘΡΗΣΚ:
orden sacerdotal, orden sagrado ΟΥΣ αρσ
- irrespetar lugar sagrado
-
στο λεξικό PONS
sagrado (-a) <sacratísimo> ΕΠΊΘ
- sagrado (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.