Oxford Spanish Dictionary
sanctuary <pl sanctuaries> [αμερικ ˈsæŋk(t)ʃəˌwɛri, βρετ ˈsaŋ(k)tjʊəri] ΟΥΣ
1.1. sanctuary U (protection, safety):
1.3. sanctuary C (for animals):
2.1. sanctuary C:
- sanctuary ΑΡΧΙΤ, ΘΡΗΣΚ
- presbiterio αρσ
2.2. sanctuary C ΒΊΒΛΟς:
στο λεξικό PONS
-
- sanctuary
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.