στο λεξικό PONS
trol·ley [ˈtrɒli, αμερικ ˈtrɑ:li] ΟΥΣ
1. trolley esp βρετ, αυστραλ (cart):
2. trolley esp βρετ, αυστραλ (table):
4. trolley αμερικ (tram):
I. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ
1. car (vehicle):
2. car ΣΙΔΗΡ:
II. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ modifier
car (accident, dealer, keys, tyres):
trolley ΟΥΣ
-
- Einkaufswagen αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
trolley car αμερικ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
trolley αμερικ ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.