στο λεξικό PONS
ser·vo1 [ˈsɜ:vəʊ, αμερικ ˈsɜ:rvoʊ] ΟΥΣ
servo ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ συντομογραφία: servomechanism
ˈser·vo·mecha·nism ΟΥΣ
1. servomechanism ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
2. servomechanism Η/Υ:
servo2 [ˈsɜ:vəʊ, αμερικ ˈsɜ:rvoʊ] ΟΥΣ
servo ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ συντομογραφία: servomotor
ˈser·vo·mo·tor ΟΥΣ ΑΥΤΟΚ, ΤΕΧΝΟΛ
con·trol·ler [kənˈtrəʊləʳ, αμερικ -ˈtroʊlɚ] ΟΥΣ
1. controller:
2. controller ΤΕΧΝΟΛ:
3. controller ΑΕΡΟ:
- air-traffic [or flight]controller
-
4. controller αμερικ:
- controller ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
controller ΟΥΣ
-
- Kontroller (m)
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
controller ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
controller ΕΠΙΚΟΙΝ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈser·vo con·trol·ler ΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΚΉ
-
- Stellantrieb αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- serviette
- servile
- servility
- serving
- serving bowl
- servo controller
- servomechanism
- servomotor
- sesame
- sesame oil
- sesame seed