self-im·ˈpor·tant ΕΠΊΘ
I. auf·ge·bla·sen ΡΉΜΑ
aufgeblasen μετ παρακειμ: aufblasen
II. auf·ge·bla·sen ΕΠΊΘ
1. aufgeblasen αμετάβλ (mit Luft gefüllt):
2. aufgeblasen μειωτ (eingebildet, arrogant):
I. auf|bla·sen ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
I. auf·ge·bläht ΡΉΜΑ
aufgebläht μετ παρακειμ: aufblähen
II. auf·ge·bläht ΕΠΊΘ
1. aufgebläht (aufgetrieben):
- aufgebläht Bauch
-
2. aufgebläht (weitschweifig):
- aufgebläht Rede
-
3. aufgebläht (wichtigtuerisch):
- aufgebläht Person
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.