στο λεξικό PONS
I. ˈroad·side ΟΥΣ no pl
en·vi·ron·ment [ɪnˈvaɪ(ə)rənmənt, αμερικ enˈvaɪrən-] ΟΥΣ
1. environment (surroundings):
2. environment (social surroundings):
3. environment no pl (natural surroundings):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
roadside environment ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- road roller
- roadrunner
- road safety
- road scheme
- road sense
- roadside environment
- roadside furniture
- roadside interview
- road sign
- roadstead
- roadster