στο λεξικό PONS
 
  
 pre-emp·tive [ˌpri:ˈem(p)tɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. pre-emptive (preventive):
2. pre-emptive ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ:
pre-emp·tive ˈright ΟΥΣ ΝΟΜ
multitasking ΟΥΣ
 
  
 Prä·ven·tiv·schlag <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ ΣΤΡΑΤ
Prä·ven·tiv·an·griff ΟΥΣ αρσ ΣΤΡΑΤ
Vor·kaufs·be·rech·ti·gung ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Mul·ti·tas·king <-[s]> [mʊltɪˈta:skɪŋ] ΟΥΣ ουδ kein πλ Η/Υ
Fu·si·ons·kon·trol·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 preemptive right ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
