pig·gish [ˈpɪgɪʃ] ΕΠΊΘ μειωτ
piggish behaviour, manners:
pig·gery [ˈpɪgəri, αμερικ -ɚi] ΟΥΣ
1. piggery ΓΕΩΡΓ:
2. piggery no pl μειωτ:
ˈpig·gy bank ΟΥΣ
I. pig·gy [ˈpɪgi] οικ ΟΥΣ παιδ γλώσσ
II. pig·gy [ˈpɪgi] οικ ΕΠΊΘ esp βρετ μειωτ
veg·gie1 [ˈveʤi] ΟΥΣ οικ
veggie συντομογραφία: vegetarian
Snuggie ΟΥΣ
-
- Ärmeldecke θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.