στο λεξικό PONS
I. park [pɑ:k, αμερικ pɑ:rk] ΟΥΣ
2. park βρετ (surrounding house):
-
- Parkanlagen pl
3. park (for animals):
5. park (for specific purpose):
II. park [pɑ:k, αμερικ pɑ:rk] ΡΉΜΑ μεταβ
I. per·pen·dicu·lar [ˌpɜ:pənˈdɪkjʊləʳ, αμερικ ˌpɜ:rpənˈdɪkju:lɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. per·pen·dicu·lar [ˌpɜ:pənˈdɪkjʊləʳ, αμερικ ˌpɜ:rpənˈdɪkju:lɚ] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
perpendicular parking ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
I | park |
---|---|
you | park |
he/she/it | parks |
we | park |
you | park |
they | park |
I | parked |
---|---|
you | parked |
he/she/it | parked |
we | parked |
you | parked |
they | parked |
I | have | parked |
---|---|---|
you | have | parked |
he/she/it | has | parked |
we | have | parked |
you | have | parked |
they | have | parked |
I | had | parked |
---|---|---|
you | had | parked |
he/she/it | had | parked |
we | had | parked |
you | had | parked |
they | had | parked |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pernickety
- per night allowance
- perorate
- peroration
- peroxide
- perpendicular parking
- perpetrate
- perpetration
- perpetrator
- perpetual
- perpetual bond