στο λεξικό PONS
ˈclo·ver·leaf ΟΥΣ ΒΟΤ, ΜΕΤΑΦΟΡΈς
I. par·tial [ˈpɑ:ʃəl, αμερικ ˈpɑ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. partial (incomplete):
2. partial (biased):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
partial cloverleaf ΥΠΟΔΟΜΉ
cloverleaf ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.